- μανάβικο
- τοτο μαγαζί όπου πουλιούνται φρούτα και λαχανικά, το οπωροπωλείο: Το μανάβικο κοντά στην πλατεία έχει πάντα φρέσκα προϊόντα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μανάβικο — το [μανάβης] κατάστημα πώλησης λαχανικών και φρούτων, λαχανοπωλείο, οπωροπωλείο … Dictionary of Greek
λαχανοπωλείο — το (AM λαχανοπωλεῑον Α και λαχανοπώλιον) [λαχανοπώλης] κατάστημα όπου πωλούνται λαχανικά, μανάβικο … Dictionary of Greek
μαγέρικο — το λαϊκό εστιατόριο, μαγειρείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάγερας + κατάλ. ικο (πρβλ. μανάβης: μανάβικο)] … Dictionary of Greek
οπωροπωλείο — το κατάστημα πώλησης οπωρών, μανάβικο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπωροπώλης. Η λ., στον λόγιο τ. ὀπωροπωλεῖον, μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου] … Dictionary of Greek
φαρμακείο — το, Ν [φάρμακο] 1. κατάστημα πώλησης και παρασκευής φαρμάκων 2. κουτί όπου φυλάγονται στοιχειώδη φαρμακευτικά παρασκευάσματα, στο σπίτι ή σε όχημα 3. μτφ. κατάστημα τού οποίου οι τιμές πώλησης τών προϊόντων είναι εξαιρετικά υψηλές («αυτό το… … Dictionary of Greek
λαχανοπωλείο — το το μανάβικο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μπακάλικος — η, ο 1. οσχετικός με τον μπακάλη: Στο μανάβικο της γειτονιάς μου έχει και μπακάλικα είδη. 2. μτφ., άξεστος, απολίτιστος: Είχε μπακάλικη νοοτροπία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)